- αντοφείλω
- ἀντοφείλω (Α)χρωστώ χάρη ή ευεργεσία(«ὁ δ' ἀντοφείλων ἀμβλύτερος» — αυτός όμως που χρωστάει χάρη σε άλλον δεν είναι πολύ πρόθυμος στην ανταπόδοση της οφειλής του, Θουκυδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντοφείλων — ἀντοφείλω owe a good turn pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)